- διαμένοντας
- διαμένωcontinuepres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Άντερσεν, Χανς Κρίστιαν — (Hans Christian Andersen, Όντενσε 1805 – Κοπεγχάγη 1875). Δανός συγγραφέας. Γόνος φτωχής οικογένειας (o πατέρας του ήταν τσαγκάρης και η μητέρα του πλύστρα), παιδί συνεσταλμένο και άσχημο, συνήθισε να ζει στη μοναξιά (όπως το Ασχημόπαπο,ένα από… … Dictionary of Greek
Κράισλερ, Φριτς — (Fritz Kreisler, Βιέννη 1875 – Νέα Υόρκη 1962). Αυστριακός βιολιστής και συνθέτης. Αποφοίτησε από το Ωδείο της Βιέννης σε ηλικία δέκα ετών (λαμβάνοντας το πρώτο βραβείο) και από την τάξη του Ζοζέφ Μασάρ, στο Παρίσι, δύο χρόνια αργότερα, ενώ σε… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek